Η συνέχεια από το Κωνσταντινούπολη [1]:
Μετά από πολύ σκέψη αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα να κλείσω ότι υποθέσεις είχα και να μαζέψω τα υπόλοιπα πράγματα μου και να γυρίσω να εγκατασταθώ μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη.
Και με την βοήθεια που μου πρόσφερε το τότε αμόρε μου με βοήθησε να εγκατασταθώ και να βρω σπίτι!
Αφού νοίκιασα και εγκαταστάθηκα στην Κωνσταντινούπολη άρχισα τις πολύωρες καθημερινές επισκέψεις στην πλατεία με τα νομίσματα και τα άλλα αρχαία είδη!! και με τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδινε ο μπαρμπαγιάννης άρχισα να παζαρεύω και να συλλέγω πληροφορίες για τα νομίσματα που μου δείχνανε ή έβλεπα στους πάγκους.
Άρχισα να συμπεριφέρομαι σαν μεγάλος συλλέκτης ενώ στην ουσία δεν ήξερα που παν τα τέσσερα.
Κάποια μέρα ο μπαρμπαγιάννης με σύστησε με δυο αδέρφια αρμενικής καταγωγής που μιλάγανε Ελληνικά που κάνανε εξορμήσεις στην Καππαδοκία και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους παράνομα και έβγαζαν και φέρνανε κάποια αρχαία νομίσματα.
Ρωτώντας τον μπαρμπαγιάννη αν και πόσο νόμιμο ήτανε όλο αυτό το παζάρι με τα αρχαία νομίσματα στην πλατεία.
Ο μπαρμπαγιάννης μου συνέστησε την προσοχή μου για τους Τούρκικους νόμους που επάνω στην αρχαιοκαπηλία, ήταν πάρα πολύ αυστηρή, αλλά από την άλλη πολύ ελαστική και χωρίς αστυνόμευση.
Με την βοήθεια του δασκάλου μου του μπαρμπαγιάννη άρχισα να μαζεύω δειλά δειλά, τα πρώτα μου ασημένια ρωμαϊκά, βυζαντινά και ελληνικά νομίσματα.
Με την προϋπόθεση ότι θα βρω κάποιον πελάτη να τα στείλω να πουληθούν εκτός Τουρκίας.
Ταυτόχρονα γυρνούσα στο Καπαλί τσαρσί με τα χιλιάδες χρυσοχοΐα μήπως βρω κάποιο χρυσό νόμισμα που μπορεί να είχαν στις βιτρίνες τους που να είχε συλλεκτική αξία, γιατί από πληροφορίες που είχα συλλέξει πάνω στην πλατεία και από τους δύο φίλους Αρμένιους ότι σε κάποια χρυσοχοΐα κατείχαν Μεσαιωνικά χρυσά νομίσματα όπως δουκάτα και άλλα.
Κάποια μέρα εκεί που περιπλανιόμουν στο Καπαλί τσαρσί και σε κάποιο χρυσοχοείο υπήρχαν πολλοί Έλληνες μέσα και έξω που κάνανε παζάρια και ψώνιζαν.
Ανακατεύτηκα και εγώ με τους Έλληνες και μπήκα στο μαγαζί από περιέργεια να δω τι γινότανε.
Με έκπληξη άκουσα πως και ο χρυσοχόος και οι υπάλληλοι που δουλεύανε μέσα μιλούσαν άπταιστα ελληνικά και αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον μετέπειτα πολύ καλό μου φίλο που ήταν και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, που λεγόταν Σελατίν.
Και από ότι καυχιόνταν ότι ήταν ανιψιός του Κενάν Εβρέν του τότε δικτάτορα την Τουρκίας.
Με την πρώτη επαφή και συζήτηση που είχα με τον Σελατίν και αφού του εξήγησα περίπου γιατί είμαι στην Κωνσταντινούπολη μου πρότεινε αμέσως συνεργασία ότι αν βρίσκω κάποιους Έλληνες και τους πηγαίνω στο μαγαζί του από τις πωλήσεις που θα έκανε θα μου έδινε κάποιες προμήθειες.
Σίγουρα η γνωριμία μου με τον Σελατίν καθόρισε τα επόμενα 10 χρόνια που κάθισα στην Κωνσταντινούπολη σε πολλά επίπεδα.
Στο Κωνσταντινούπολη νούμερο [3] η γνωριμία μου με τον Έλληνα συλλέκτη Μπαρμπαρόσα.
Διαβάστε ακόμα: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗ 1983 [3]
Μετά από πολύ σκέψη αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα να κλείσω ότι υποθέσεις είχα και να μαζέψω τα υπόλοιπα πράγματα μου και να γυρίσω να εγκατασταθώ μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη.
Και με την βοήθεια που μου πρόσφερε το τότε αμόρε μου με βοήθησε να εγκατασταθώ και να βρω σπίτι!
Αφού νοίκιασα και εγκαταστάθηκα στην Κωνσταντινούπολη άρχισα τις πολύωρες καθημερινές επισκέψεις στην πλατεία με τα νομίσματα και τα άλλα αρχαία είδη!! και με τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδινε ο μπαρμπαγιάννης άρχισα να παζαρεύω και να συλλέγω πληροφορίες για τα νομίσματα που μου δείχνανε ή έβλεπα στους πάγκους.
Άρχισα να συμπεριφέρομαι σαν μεγάλος συλλέκτης ενώ στην ουσία δεν ήξερα που παν τα τέσσερα.
Κάποια μέρα ο μπαρμπαγιάννης με σύστησε με δυο αδέρφια αρμενικής καταγωγής που μιλάγανε Ελληνικά που κάνανε εξορμήσεις στην Καππαδοκία και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους παράνομα και έβγαζαν και φέρνανε κάποια αρχαία νομίσματα.
Ρωτώντας τον μπαρμπαγιάννη αν και πόσο νόμιμο ήτανε όλο αυτό το παζάρι με τα αρχαία νομίσματα στην πλατεία.
Ο μπαρμπαγιάννης μου συνέστησε την προσοχή μου για τους Τούρκικους νόμους που επάνω στην αρχαιοκαπηλία, ήταν πάρα πολύ αυστηρή, αλλά από την άλλη πολύ ελαστική και χωρίς αστυνόμευση.
Με την βοήθεια του δασκάλου μου του μπαρμπαγιάννη άρχισα να μαζεύω δειλά δειλά, τα πρώτα μου ασημένια ρωμαϊκά, βυζαντινά και ελληνικά νομίσματα.
Με την προϋπόθεση ότι θα βρω κάποιον πελάτη να τα στείλω να πουληθούν εκτός Τουρκίας.
Ταυτόχρονα γυρνούσα στο Καπαλί τσαρσί με τα χιλιάδες χρυσοχοΐα μήπως βρω κάποιο χρυσό νόμισμα που μπορεί να είχαν στις βιτρίνες τους που να είχε συλλεκτική αξία, γιατί από πληροφορίες που είχα συλλέξει πάνω στην πλατεία και από τους δύο φίλους Αρμένιους ότι σε κάποια χρυσοχοΐα κατείχαν Μεσαιωνικά χρυσά νομίσματα όπως δουκάτα και άλλα.
Κάποια μέρα εκεί που περιπλανιόμουν στο Καπαλί τσαρσί και σε κάποιο χρυσοχοείο υπήρχαν πολλοί Έλληνες μέσα και έξω που κάνανε παζάρια και ψώνιζαν.
Ανακατεύτηκα και εγώ με τους Έλληνες και μπήκα στο μαγαζί από περιέργεια να δω τι γινότανε.
Με έκπληξη άκουσα πως και ο χρυσοχόος και οι υπάλληλοι που δουλεύανε μέσα μιλούσαν άπταιστα ελληνικά και αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον μετέπειτα πολύ καλό μου φίλο που ήταν και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, που λεγόταν Σελατίν.
Και από ότι καυχιόνταν ότι ήταν ανιψιός του Κενάν Εβρέν του τότε δικτάτορα την Τουρκίας.
Με την πρώτη επαφή και συζήτηση που είχα με τον Σελατίν και αφού του εξήγησα περίπου γιατί είμαι στην Κωνσταντινούπολη μου πρότεινε αμέσως συνεργασία ότι αν βρίσκω κάποιους Έλληνες και τους πηγαίνω στο μαγαζί του από τις πωλήσεις που θα έκανε θα μου έδινε κάποιες προμήθειες.
Σίγουρα η γνωριμία μου με τον Σελατίν καθόρισε τα επόμενα 10 χρόνια που κάθισα στην Κωνσταντινούπολη σε πολλά επίπεδα.
Στο Κωνσταντινούπολη νούμερο [3] η γνωριμία μου με τον Έλληνα συλλέκτη Μπαρμπαρόσα.
Διαβάστε ακόμα: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΎΠΟΛΗ 1983 [3]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου